- προπομπόν
- προπομπόςescortingmasc/fem acc sgπροπομπόςescortingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός … Dictionary of Greek